- υποσκήνιο
- τοο χώρος κάτω από τη σκηνή του θεάτρου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υποσκήνιο — το / ὑποσκήνιον, ΝΜΑ (στην αρχαιότητα) α) ο κάτω από το πρόσθιο μέρος τής σκηνής τοίχος β) το μεταξύ τού προσκηνίου και τής ορχήστρας μέρος τής σκηνής θεάτρου νεοελλ. ο κάτω από την σκηνή χώρος τού θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκηνή + κατάλ.… … Dictionary of Greek
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek